- θηλονή
- θηλονή, ἡ (Α)η τροφός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. Μάλλον όμως πρόκειται για εσφ. τ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες … Dictionary of Greek